- καθηδυπαθώ
- καθηδυπαθῶ, -έω (Α)κάνω μεγάλες σπατάλες σε πολυτέλεια και ηδονές, ασωτεύω («δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ' οὐδὲ καθηδυπάθησα», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἡδυ-παθῶ (< ἡδυ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.